- μοσχοπόντικος
- ο, και μοσχοπόντικο και μοσκοπόντικο, τοάλλη ονομασία για τη νυφίτσα ή για το κουνάβι, αλλ. ατσίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο)-* + ποντικός. Τα ζώα έλαβαν την ονομ. αυτή κατ' ευφημισμόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μόσχ(ο)- — και μοσκ(ο) (ΑΜ μοσχ[ο] , Μ και μοσκ[ο] ) α συνθετικό αρκετών λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. μόσχος (II) «ελαιώδες αρωματικό υγρό» και έχει τη σημασία ὅτι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) έχει ή αναδίδει ευωδιά (μοσχέλαιο,… … Dictionary of Greek
ονδάτρα — (ondatra zibethica). Τρωκτικό της οικογένειας των κρικητιδών, γνωστό και με την κοινή ονομασία μοσχοποντικός, γιατί έχει την εμφάνιση μεγάλου ποντικού και φέρει στην περινεϊκή περιοχή δύο αδένες που εκκρίνουν μια ουσία με μυρωδιά μόσχου. Η o.,… … Dictionary of Greek